Τη στάση της Γερμανίας στο μεταναστευτικό σχολίασε έπειτα και από τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, ο Βουλευτής Χίου και πρώην Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Νότης Μηταράκης.
Την οξύτατη κριτική που δέχθηκε η χώρα μας το προηγούμενο διάστημα για τη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων τόσο από Ευρωπαίους δικαιωματιστές όσο και από την ευρωπαϊκή Αριστερά καυτηρίασε ο κ. Μηταράκης υπογραμμίζοντας ότι «υπάρχει μία ακραία υποκρισία της Γερμανίας. Μία Γερμανία, η οποία κατηγορούσε την Ελλάδα όταν εμείς φυλάγαμε τα σύνορά μας για να μην έχουμε παράνομες αφίξεις στην Ευρώπη. Μας κατηγόρησαν οι Ευρωπαίοι δικαιωματιστές και η ευρωπαϊκή αριστερά στη LIBE, στο Ευρωκοινοβούλιο έλεγε τα ίδια. Τελικά, από πολλά σημεία εισόδου, οι αφίξεις στην Ευρώπη – πράγματι από το 2015 μέχρι σήμερα είναι πάρα πολύ σημαντικές – και πιέζουν την ικανότητα της Ευρώπης να αφομοιώσει έναν τόσο μεγάλο αριθμό νέων αφίξεων, σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αλλά αυτή η ακραία πολιτική των δικαιωματιστών ουσιαστικά ξήλωσε τη Συνθήκη της Γενεύης. Η Συνθήκη της Γενεύης, η οποία γράφτηκε για να στηρίξουμε τους ανθρώπους, όπως παραδείγματος χάρη, τους Ουκρανούς που έφευγαν από την εμπόλεμη ζώνη για να πάνε στη γειτονική χώρα. Δυστυχώς, δημιουργήθηκε ένα σύστημα οικονομικών μεταναστών από όλες τις χώρες του πλανήτη, από την υποσαχάρια Αφρική, από την Ανατολή, που έρχονται τελικά όλοι στην Ευρώπη, και η Ευρώπη έφτασε στα όριά της».
«Οι ροές που είχαμε όλη αυτή τη δεκαετία έφτασαν πολλές χώρες της Ευρώπης στα όρια αντοχής τους. Αυτό δημιούργησε μία στροφή προς τα δεξιά που πράγματι είναι ανησυχητική, όπως του AfD στη Γερμανία. Η Γερμανία εφάρμοσε τώρα έναν έλεγχο στη Συνθήκη του Σένγκεν που δεν φαίνεται ότι μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Θεωρώ πάρα πολύ δύσκολο η Γερμανία να μπορέσει να γυρίσει αυτούς που είναι πλέον κάτοικοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι πλέον αιτούντες άσυλο, δεν αφορά στη Συνθήκη του Σένγκεν, μένουν πλέον μόνιμα στην Ευρώπη», συμπλήρωσε ο κ. Μηταράκης.
Αναφερόμενος στη δικαίωση των πολιτικών επιλογών της Ελλάδας ως προς το μεταναστευτικό τόνισε ότι «δικαιώνεται η επιλογή Κυριάκου Μητσοτάκη για αυτό που ονομάζεται αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική, με την ασφάλεια των συνόρων που εμείς ως χώρα μειώσαμε τις ροές, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και καταφέραμε να περιορίσουμε δραστικά τις επιπτώσεις της κρίσης στις τοπικές κοινωνίες».
Ερωτηθείς για την αύξηση των ροών από την Τουρκία, ο κ. Μηταράκης σημείωσε πως «τους τελευταίους δώδεκα μήνες είναι πραγματικότητα και φαίνεται ξεκάθαρα στα στοιχεία, υπήρξε μία αύξηση των ροών. Αυτό, όμως, που δεν υπήρξε, ήταν η επίπτωση αυτών των ροών στις τοπικές κοινωνίες. Γιατί πλέον λειτουργούν οι νέες δομές στα νησιά μας ή οι λίγες δομές που λειτουργούν στην ηπειρωτική Ελλάδα – και σας θυμίζω ότι από 125 δομές που παρέλαβα το 2020 παρέδωσα 32. Αυτό σημαίνει ότι πλέον έχουμε ένα ψηφιακό σύστημα ασύλου, διαχειριζόμαστε τις αιτήσεις πολύ πιο γρήγορα, έχουμε αξιοπρεπείς συνθήκες σε αυτές τις δομές. Πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονται την ευρωπαϊκή νομοθεσία και μετακινούνται σε άλλες χώρες. Πρέπει να υπάρχει ένας κοινός ευρωπαϊκός χώρος προστασίας για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες – το είχα τονίσει πολλές φορές στο Συμβούλιο Υπουργών. Δεν είναι ευθύνη κανενός συγκεκριμένου κράτους-μέλους να παράσχει μόνιμη διαμονή σε κάποιον, ο οποίος έχει πλέον νόμιμα χαρτιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετακινείται, όπως μπορεί να μετακινηθεί ένας κάτοικος μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα πάντα το ισχυριζόταν αυτό».
Κλείνοντας, αναφορικά με την πολιτική που ακολούθησε και ακολουθεί η Ελλάδα ως προς το μεταναστευτικό, ο κ. Μηταράκης επεσήμανε ότι «αν η χώρα μας δεν είχε καταφέρει με την πολιτική φύλαξη των συνόρων να μην έχουμε το επίπεδο των ροών, που βιώσαμε την περίοδο 2015-2019 – έχουμε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο ροών – και να δεν είχαμε πάρει όλα αυτά τα μέτρα για να περιορίσουμε την πίεση στις τοπικές κοινωνίες και στηριζόμασταν αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, που μου έλεγε το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, την προηγούμενη περίοδο, θα ήμασταν εκτεθειμένοι στην οποιαδήποτε αλλαγή στάσης της Γερμανίας, κάτι το οποίο δεν ισχύει σήμερα. Αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι μπορούμε να δεχθούμε ότι σε μία ενιαία Ευρώπη μπορεί μία χώρα σαν τη Γερμανία να αμφισβητεί τη Συνθήκη του Σένγκεν. Και αυτό είναι πρόβλημα».